Τουρισμός: Με 5.5 μήνες εργασία η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας δεν χτίζει επαγγελματίες

hotel staff for season in greece.

Η Ελλάδα στηρίζεται στον τουρισμό όσο λίγες χώρες στον κόσμο. Με ποσοστό που φτάνει περίπου το 25% του ΑΕΠ και περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας άμεσα και έμμεσα συνδεδεμένες με τον κλάδο, ο τουρισμός δικαίως χαρακτηρίζεται ως η «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Ωστόσο, η εργασία σε αυτόν τον τομέα παραμένει στην πλειονότητά της εποχική, γεγονός που μετατρέπει την πιο ισχυρή οικονομική δραστηριότητα σε έναν μηχανισμό που προσφέρει εντατική αλλά σύντομη απασχόληση, αφήνοντας τους εργαζόμενους εκτεθειμένους για το υπόλοιπο της χρονιάς.

Η πραγματικότητα είναι σκληρή. Οι περισσότεροι απασχολούνται για πέντε έως πεντέμισι μήνες το καλοκαίρι, ενώ μετά στηρίζονται σε ταμείο ανεργίας διάρκειας μόλις τριών μηνών. Στην πράξη, το υπόλοιπο τετράμηνο της χρονιάς δεν καλύπτεται με κανένα δίχτυ ασφαλείας, αφήνοντας χιλιάδες εργαζόμενους χωρίς εισόδημα και με την ανασφάλεια να πλανάται κάθε χειμώνα. Ακόμα και οι αμοιβές κατά τη διάρκεια της σεζόν δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν αποθέματα. Οι μέσοι μισθοί κυμαίνονται γύρω στα 1.150 ευρώ καθαρά για πλήρη εργασία, συχνά με υπερωρίες και εξαντλητικά ωράρια που δεν πληρώνονται πάντα, κάτι που τώρα με την κάρτα εργασίας έχει ελαχιστοποιηθεί . Το μοντέλο αυτό αποθαρρύνει τη δημιουργία σταθερών επαγγελματιών, διότι ελάχιστοι μπορούν να στηρίξουν τη ζωή τους σε μια καριέρα που τους αφήνει χωρίς οικονομική βάση για σχεδόν το μισό έτος.

Η εικόνα αλλάζει ριζικά όταν κοιτάξουμε τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία, οι άνεργοι μπορούν να λάβουν επίδομα μέχρι και δύο χρόνια, ενώ για εργαζόμενους άνω των 50 ετών η διάρκεια φτάνει τα τρία χρόνια. Στη Γερμανία, η στήριξη φτάνει στο 60% του τελευταίου καθαρού μισθού για διάστημα έως και 24 μηνών, ενώ στην Ισπανία η παροχή αγγίζει το 70% του μισθού για τους πρώτους έξι μήνες και το 50% στη συνέχεια, με μέγιστη διάρκεια τα δύο χρόνια. Ακόμα και στο Βέλγιο, όπου δεν υπάρχει αυστηρό χρονικό όριο, η στήριξη διαρκεί πρακτικά όσο χρειάζεται, έστω και με σταδιακές μειώσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα ξεχωρίζει αρνητικά: η διάρκεια της παροχής είναι η μικρότερη και το ύψος της δεν επαρκεί για να προσφέρει αξιοπρεπή διαβίωση.

Οι συνέπειες είναι πολλαπλές. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο: να δουλεύουν σκληρά το καλοκαίρι, να ζουν με το άγχος της ανεργίας τον χειμώνα και να αναρωτιούνται αν αξίζει να παραμείνουν σε έναν κλάδο χωρίς προοπτική. Αυτό οδηγεί πολλούς νέους στο εξωτερικό, άλλους σε επαγγέλματα άσχετα με τις σπουδές ή την εμπειρία τους, και τις επιχειρήσεις αντιμέτωπες με σοβαρές ελλείψεις προσωπικού κάθε νέα σεζόν. Η ποιότητα των υπηρεσιών επηρεάζεται, το ανθρώπινο δυναμικό φθείρεται και ο κλάδος χάνει τη δυνατότητα να χτίσει ισχυρούς επαγγελματίες με εξειδίκευση.

Η λύση δεν βρίσκεται μόνο στην πολυπόθητη επέκταση της σεζόν. Χρειάζονται πολιτικές που να στηρίζουν ευθέως τους εποχικούς εργαζόμενους. Η πρώτη και πιο κρίσιμη είναι η αύξηση της διάρκειας του ταμείου ανεργίας, ώστε να καλύπτει τουλάχιστον τους μήνες που πραγματικά δεν υπάρχει εργασία. Οι τρεις μήνες στήριξης είναι απολύτως ανεπαρκείς σε μια χώρα όπου οι τουριστικές περιοχές αδειάζουν για τουλάχιστον έξι μήνες τον χρόνο. Δεύτερη παρέμβαση θα μπορούσε να είναι η σύνδεση του επιδόματος με τον μέσο μισθό που έπαιρνε ο εργαζόμενος στη σεζόν, και όχι ένα σταθερό χαμηλό ποσό, όπως ισχύει σήμερα. Αυτό θα εξασφάλιζε αξιοπρεπή επιβίωση και θα έδινε κίνητρο σε περισσότερους να παραμείνουν στον κλάδο.

Παράλληλα, οι μήνες εκτός σεζόν μπορούν να γίνουν περίοδος δημιουργίας. Εάν οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν το ταμείο ανεργίας συμμετείχαν υποχρεωτικά σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, το σύστημα θα τους παρείχε στήριξη αλλά και την ευκαιρία να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους. Έτσι, θα επέστρεφαν στην εργασία τους όχι μόνο με οικονομική ασφάλεια, αλλά και με νέα εφόδια που θα αναβάθμιζαν τον ίδιο τον κλάδο. Τέλος, θα μπορούσαν να θεσπιστούν ειδικά υβριδικά συμβόλαια, τα οποία να διασφαλίζουν ένα βασικό εισόδημα τον χειμώνα και ενισχυμένες αμοιβές κατά τη διάρκεια της σεζόν, μοιράζοντας πιο ισορροπημένα την πίεση και το εισόδημα μέσα στη χρονιά.

Ο τουρισμός θα συνεχίσει να αποτελεί τον πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Το ζητούμενο είναι αν θα παραμείνει ένας κλάδος που στηρίζεται σε εργαζόμενους χωρίς σταθερότητα ή αν θα εξελιχθεί σε έναν χώρο επαγγελματικής ανάπτυξης και προοπτικής. Για να γίνει το δεύτερο, χρειάζεται πολιτική βούληση και κοινωνική επένδυση. Γιατί καμία «βαριά βιομηχανία» δεν μπορεί να στηρίζεται σε ελαφριά θεμέλια.

Scroll to Top